- χωνευτήρια
- χωνευτήριονsmelting-furnaceneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… … Dictionary of Greek
αλουμίνιο — Χημικό στοιχείο που ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος και έχει σύμβολο Al. Έχει ατομικό αριθμό 13, ατομικό βάρος 26,97 και πυκνότητα περίπου 2,7. Δεν συναντάται ελεύθερο στη φύση, αλλά σε ενώσεις. Είναι το πιο διαδεδομένο από τα… … Dictionary of Greek
πυρίμαχος — η, ο, και πυρομάχος, ο / πυριμάχος, ον, και πυρομάχος, ον, ΝΑ αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος ο πυροστάτης, η πυροστιά 2. φρ. «πυρίμαχα υλικά» τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν… … Dictionary of Greek
αιματάνθρακας — Προϊόν που παράγεται από το ξεραμένο αίμα ζώων, αφού πρώτα ερυθροπυρωθεί μέσα σε κλειστά χωνευτήρια. Παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν ως μέσο αποχρωματισμού. Σήμερα έχει αντικατασταθεί από άλλα προϊόντα (π.χ. ενεργό άνθρακα) … Dictionary of Greek
λευκόχρυσος ή πλατίνα — Μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pt. Ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 78, ατομική μάζα 195,09 και έξι σταθερά ισότοπα. Στη φυσική του κατάσταση βρίσκεται στον πεπίτη, ο οποίος προέρχεται από … Dictionary of Greek
Σιταγροί — Πεδινός οικισμός (862 κάτ., υψόμ. 80 μ.), στην επαρχία Δράμας, του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 862 κάτ.). Στην περιοχή του Σ. βρίσκεται σπουδαίος προϊστορικός συνοικισμός που επισημάνθηκε και ερευνήθηκε στον… … Dictionary of Greek